- λήγω
- (AM λήγω)1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι»Ομ. Ιλ.γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.)2. (αμτβ.) καταλήγω, τερματίζομαι, τελειώνω σε κάτι (α. «το ρήμα λήγει σε -μι» β. «ο αριθμός τού λαχείου μου λήγει σε πέντε» γ. «εἰς ε λήγων», Απολλ. Δύσκ.)αρχ.1. παύω, καταπαύω, καταστέλλω, σταματώ να κάνω κάτι («Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα», Ομ. Ιλ.)2. ακολουθώ ως λογικό συμπέρασμα3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ λῆγοντο επόμενο, σε αντιδιαστολή με το ἡγούμενον4. φρ. «λήγω τοῡ βίου» — πεθαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *slēg- «χαλαρός, άτονος» (την ύπαρξη τού -σ- στη ρίζα επιβεβαιώνει ο διπλασιασμός τού -λ- στα σύνθετα, πρβλ. άλληκτος, καταλλήξειαν), βαθμίδα που απαντά μόνο στην Ελληνική. Ο τ. συνδέεται με τους λαγαίω*, λαγγάζω*, λαγαρός*, λάγνος. Επίσης με τους λωγάς, λωγάνιον*, που ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (για περισσότερες συνδέσεις βλ. λ. λαγγάζω, λαγαρός). Το ρ. απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή ληξι- < θ. ληξ- (πρβλ. λήξω, λῆξις) σε σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*.ΠΑΡ. λήξη(ις)μσν.λήγος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ληξίαρχος, ληξιπύρετοςαρχ.ληξιφάρμακον, ληξίφωτοςμσν.ληξίπονοςνεοελλ.ληξιπρόθεσμος. (Β' συνθετικό) απολήγω, καταλήγωαρχ.εκλήγω, ελλήγω, επιλήγω, μεταλήγω, παραλήγω, προαπολήγω, προκαταλήγω, προπαραλήγω, συγκαταλήγω, συλλήγω, συναπολήγω, υπολήγω].
Dictionary of Greek. 2013.